καν-καν

καν-καν
(can-can). Γαλλικός θεατρικός χορός του 19ου αι. με θορυβώδη και άσεμνο, για τα μέτρα της εποχής του, χαρακτήρα. Η ονομασία του πιθανότατα προέρχεται από έκφραση της αργκό της εποχής, που σήμαινε τη θορυβώδη και μπερδεμένη συζήτηση· υπάρχει επίσης η αντίληψη ότι προερχόταν από την Αλγερία. Το 1832 εμφανίστηκε στο Théâtre des Variétés και αμέσως μετά καθιερώθηκε από τον διάσημο χορευτή Σικάρ στα νυχτερινά κέντρα της γαλλικής πρωτεύουσας. Αφού απέκτησε μεγάλη δημοτικότητα γύρω στα μέσα του 19ου αι. (κλασικό παράδειγμα αποτελεί η εισαγωγή του κ. το 1858 με μορφή θεατρικού χορού στην οπερέτα του Όφενμπαχ Ορφέαςστον Άδη), η μόδα του έδυσε μαζί με το τέλος της Β’ Aυτοκρατορίας. Γνώρισε όμως και πάλι περίοδο θριάμβων μετά το 1890 στο Jardin de Paris και κυρίως στο Moulin Rouge. Αποτελούσε είδος γρήγορου γκαλόπ, το οποίο όφειλε μεγάλο μέρος της επιτυχίας του στη φαντασία, στον οίστρο και στην ακροβατική ικανότητα της χορεύτριας ή του χορευτή. Το επανεισήγαγε με επιτυχία ο Παμπστ στην ταινία του Ατλαντίδα (1932) και το 1953 επανήλθε στο προσκήνιο με τη μουσική κωμωδία του Κόουλ Πόρτερ Kαν-Kαν, που μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο από τον Γουόλτερ Λανγκ (1960). Στις μέρες μας, ο χορός αυτός υφίσταται κυρίως ως ανάμνηση της ξέγνοιαστης ατμόσφαιρας της λεγόμενης μπελ επόκ (belle époque). Διαφημιστική αφίσα του Τουλούζ-Λοτρέκ για ένα θέαμα καν-καν στο Παρίσι, στα τέλη του 19ου αι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Κἄν ἀπὸ νεκροῦ φέρῃ. — κἄν ἀπὸ νεκροῦ φέρῃ. См. С живого и мертвого …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Κἄν ἐπὶ τοῦ νεκροῦ κερδαίνειν. — κἄν ἐπὶ τοῦ νεκροῦ κερδαίνειν. См. С живого и мертвого …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κἄν — κἀν indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἆν — κἀν indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάν — poetic indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καν — I (Kan). Ποταμός (629 χλμ.) της Ρωσίας, παραπόταμος του Γενισέι. Πηγάζει από τις βόρειες πλαγιές του Ανατολικού Σαγιάν (Κάνσκοε Μπελογκόριε) και κατά τη ροή του διασχίζει τη μεγάλη κοιλάδα της ομώνυμης δασοστέπας και την οροσειρά Γενισέι. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • καν — μόρ. 1. με ελαττωτική έννοια σημαίνει τουλάχιστο, καθόλου: Δεν ήθελε ούτε καν να ακούσει γι αυτόν. 2. ως διαζευκτικός αντί του ή ή: Καν πέρσι καν πρόπερσι πήρε το δίπλωμά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κᾶν με χρῆ, διὰ τοῦ πυρὸς Ἐθέλω βαδίζειν. — См. Сквозь огонь и воду …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Καν, Γκουστάβ — (Gustave Kahn, 1859 – 1936). Γάλλος ποιητής και μυθιστοριογράφος. Σπούδασε στη σχολή ανατολικών γλωσσών του Παρισιού και το 1886 ίδρυσε ένα περιοδικό με τον τίτλο Η φήμη. Τον ίδιο χρόνο, μαζί με τον Ζαν Μορεάς, τον Ζιλ Λαφόργκ και τον Πολ Αντάμ… …   Dictionary of Greek

  • Καν, Λούις — (Lοuis Kahn, Εσθονία 1901 – Νέα Υόρκη 1974). Αμερικανός αρχιτέκτονας. Δίδαξε στο πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια και έγραψε αξιόλογα θεωρητικά δοκίμια. Ύστερα από μια περίοδο ακαδημαϊσμού, δέχτηκε την επίδραση του ευρωπαϊκού ρασιοναλισμού. Διατήρησε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”